Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός...

O Νυμφίος

Στηριγμένο τό μεσονυκτικό τροπάριο ῾᾽Ιδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...᾽ στήν παραβολή τοῦ Κυρίου τῶν δέκα παρθένων, δίνει τό στίγμα τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδας: ὁ Κύριος, ὁ νυμφίος κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός.

1. Αὐτό σημαίνει καταρχάς ὅτι τό κύριο γνώρισμα τῆς σχέσης τοῦ Χριστοῦ μέ ἐμᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι ὄχι ἁπλῶς μιά ἀγάπη κινούμενη μέσα σέ συμβατικά τυπικά πλαίσια, ἀλλά μιά ἀγάπη χωρίς ὅρια, τήν ὁποία ἀκροθιγῶς μποροῦμε νά ψηλαφήσουμε στή σχέση τοῦ ἐρωτευμένου ἀπέναντι στήν ἐρωμένη του. ῾Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν...᾽. Καί δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε - ῾᾽Εκεῖνος ἐξηγήσατο᾽ - ὅτι ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. Ὁ Θεός μας λοιπόν πού ἐνανθρώπησε ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ᾽Εκεῖνος πού γίνεται ὁ νυμφίος μας, γιατί μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς, τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, μᾶς προσλαμβάνει στόν ἑαυτό Του καί μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον: ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας, ἡ σκέψη Του, ἡ καρδιά Του, ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι σέ μᾶς, ὅπως τοῦ ἐρωτευμένου εἶναι στήν ἐρωμένη του.

2. Κι ἔπειτα, μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος, ἔρχεται ῾ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός᾽. Ἔρχεται δηλαδή:

(α) μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά προσδιορίσουμε καί νά ὁριοθετήσουμε. Ὁ ἐρχομός Του πάντοτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόλυτα ἐλεύθερης ἀγάπης Του, καρπός τῆς δικῆς Του πρωτοβουλίας, πού σημαίνει ὅτι ἐμφανίζεται ἐκεῖ πού κανείς δέν Τόν περιμένει καί μέ τρόπο πού ἴσως ποτέ δέν μπορεῖ νά ὑποψιαστεῖ: μέσα ἀπό ἕνα ἀτύχημα κάποια φορά, ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια ἄλλη, ἀπό μιά θλίψη καί δοκιμασία ἄλλοτε, κυρίως ὅμως ἀπό τή συνάντησή μας μέ τούς πιό παραπεταμένους ἐλαχίστους συνανθρώπους μας. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε᾽.

(β) ῎Ερχεται συνεπῶς κι ἐκεῖ πού ῾ἀντικειμενικά᾽ δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι, μέσα δηλ. καί στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Τήν ὥρα πού ἐπιτελεῖ κανείς τήν ἁμαρτία, ἐκείνη τήν ὥρα μπορεῖ νά κληθεῖ ἀπό τόν ἐρχόμενο Κύριο. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού κλήθηκε τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς, σάν τόν ἀπόστολο Ματθαῖο, πού κλήθηκε τήν ὥρα τοῦ ῾τελωνείου᾽. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ κάθε ὥρα γιά τόν καθένα μας, μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὥρα τῆς χάρης μας, τῆς κλήσης μας ἀπό τόν νυμφίο Χριστό.
᾽Αλλά καί

(γ) ἔρχεται καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο χωρίς τίς περισσότερες φορές νά παίρνει κανείς ἀπό τούς ἄλλους συνανθρώπους εἴδηση γιά τήν κλήση αὐτή. Σάν τήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού μόνον αὐτή ἐμποδιζόταν νά μπεῖ στό Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της νά νιώθει τό τί γινόταν στήν ψυχή της. Ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι ὁ ἐρχόμενος καί κρούων τή θύρα τῆς ψυχῆς μας. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽. Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο γίνεται στά μυστικά βάθη τῆς καρδιᾶς, τά ὁποῖα γνωρίζει μόνον ᾽Εκεῖνος. Στήν καρδιά ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

3. Κι αὐτός ὁ ποικίλος ἐρχομός σέ μᾶς τοῦ γεμάτου ἀγάπη νυμφίου Χριστοῦ συναντᾶ συνήθως δύο καταστάσεις: τήν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης καί τήν κατάσταση τῆς ραθυμίας. ᾽Εγρήγορση σημαίνει ν᾽ ἀνταποκριθῶ στήν ἀγάπη Του καί νά ζήσω μαζί Του τή χαρά τῆς παρουσίας Του, ψυχικά καί σωματικά, καί ἐδῶ καί αἰώνια. ῾Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽. Ραθυμία σημαίνει νά εἶμαι τόσο προσκολλημένος στά πάθη μου - στή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία μου - ὥστε νά μήν καταλάβω κἄν τόν ἐρχομό καί τήν κλήση Του, κι ἀκόμη: νά Τόν καταλάβω μέν, ἀλλά ν᾽ ἀναβάλω τήν ἀνταπόκρισή μου. Ἡ ἐκτίμηση γιά τίς δύο καταστάσεις, ὅπως μᾶς τή δίνει ὁ ὑμνογράφος, εἶναι σαφής: μακαριότητα ἡ πρώτη, ἀναξιότητα ἡ δεύτερη. Μέ τά ἀντίστοιχα βεβαίως ἀποτελέσματα. Ἡ ἐπιλογή πιά εἶναι στήν ἀπόλυτη εὐθύνη μας: ῾Βλέπε οὖν ψυχή μου...᾽!

Πηγή:  “Αγια Μετέωρα”

Κατηχητήριος Λόγος

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

Ύμνον ευχαριστίας αναπέμπομεν εις τον εν Τριάδι Θεόν, τον αξιώσαντα ημάς να φθάσωμεν και πάλιν εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, διά να αγωνισθώμεν τον καλόν αγώνα της ασκήσεως, διά να στραφώμεν εις το «εν, ου εστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. ι’, 42).

Μέσα εις ένα αντιασκητικόν κόσμον, ενώπιον του συγχρόνου αποαγιασμού της ζωής και της κυριαρχίας ατομοκεντρικών και ευδαιμονιστικών προτύπων, η Ορθόδοξος Εκκλησία επιμένει εις την τεσσαρακονθήμερον περίοδον πνευματικών αγώνων και «πανσέπτου εγκρατείας» διά τα τέκνα αυτής, ως προετοιμασίας διά την Αγίαν και Μεγάλην Εβδομάδα, τα Πάθη και τον Σταυρόν του Χριστού, διά να καταστώμεν θεωροί και κοινωνοί της ενδόξου Αναστάσεως Αυτού.

Κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν καλούμεθα να βιώσωμεν βαθύτερα την δημιουργικήν και σωστικήν Οικονομίαν του Τριαδικού Θεού και να μετάσχωμεν εναργέστερα εις την εσχατολογικήν αναφοράν, κατεύθυνσιν και ορμήν της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής. Συνειδητοποιούμεν το τραγικόν αδιέξοδον της αυτοσωτηρικής υψηγορίας του Φαρισαίου, της σκληροκαρδίας του πρεσβυτέρου υιού της παραβολής του Ασώτου, της αναλγήτου αδιαφορίας διά την πείναν, την δίψαν, την γυμνότητα, την ασθένειαν, την εγκατάλειψιν του συνανθρώπου, συμφώνως προς την ευαγγελικήν διήγησιν περί της μελλούσης κρίσεως. Προτρεπόμεθα να μιμηθώμεν την μετάνοιαν και την ταπείνωσιν του τελώνου, την επιστροφήν του ασώτου υιού εις τον οίκον του Πατρός και την εμπιστοσύνην εις την Χάριν Του, τους ποιούντας το έλεος προς τους ενδεείς, την ζωήν της προσευχής του Γρηγορίου του Παλαμά, την άσκησιν του Ιωάννου του Σιναίτου και της Μαρίας της Αιγυπτίας, και ενισχυόμενοι διά της προσκυνήσεως των ιερών εικόνων και του τιμίου Σταυρού, να φθάσωμεν εις προσωπικήν συνάντησιν με τον αναστάντα εκ τάφου ζωοδότην Χριστόν.

Κατά την ευλογημένην αυτήν περίοδον αποκαλύπτεται με ιδιαιτέραν έμφασιν ο κοινοτικός και κοινωνικός χαρακτήρ της πνευματικής ζωής. Δεν είμεθα μόνοι, δεν ιστάμεθα μόνοι ενώπιον του Θεού. Δεν είμεθα άθροισμα ατόμων, αλλά κοινωνία προσώπων, διά τα οποία «είναι» σημαίνει «συν-είναι». Η άσκησις δεν είναι ατομικόν, αλλά εκκλησιαστικόν γεγονός και κατόρθωμα, μετοχή του πιστού εις το μυστήριον και τα μυστήρια της Εκκλησίας, αγών κατά της φιλαυτίας, άσκησις της φιλανθρωπίας, ευχαριστιακή χρήσις της δημιουργίας, συμβολή εις την μεταμόρφωσιν του κόσμου. Είναι κοινή ελευθερία, κοινή αρετή, κοινόν αγαθόν, κοινή υπακοή εις τον κανόνα της Εκκλησίας. Δεν νηστεύομεν όπως ατομικώς επιθυμούμεν, αλλά όπως ορίζει η Εκκλησία. Η ασκητική μας προσπάθεια λειτουργείται εν τω πλαισίω των σχέσεών μας με τα άλλα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, ως μετοχή εις τα γεγονότα και τα δρώμενα, τα οποία συγκροτούν την Εκκλησίαν ως κοινότητα ζωής, ως «αληθεύειν εν αγάπη» (πρβλ. Εφεσ. δ’, 15). Η ορθόδοξος πνευματικότης είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την μετοχήν εις την όλην λειτουργίαν της ζωής της Εκκλησίας, η οποία κορυφούται εις την Θείαν Ευχαριστίαν, είναι ευσέβεια εκκλησιοτραφής και εκκλησιοδιάστατος.

Το στάδιον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δεν είναι περίοδος θρησκειογενών ψυχικών εξάρσεων και επιφανειακών συγκινήσεων. Η πνευματικότης, εξ επόψεως Ορθοδόξου, δεν σημαίνει στροφήν προς το πνεύμα και την ψυχήν, η οποία τρέφεται από μίαν δυιστικήν υποτίμησιν της ύλης και του σώματος. Πνευματικότης είναι ο διαποτισμός ολοκλήρου της υπάρξεώς μας, του πνεύματος, του νοός και της βουλήσεως, της ψυχής και του σώματός μας, ολοκλήρου της ζωής μας, από το Άγιον Πνεύμα, το οποίον είναι πνεύμα κοινωνίας. Πνευματικότης σημαίνει, κατά ταύτα, εκκλησιαστικοποίησιν της ζωής μας, ζωήν εμπνεομένην και κατευθυνομένην από τον Παράκλητον, πραγματικήν πνευματοφορίαν, η οποία προϋποθέτει την ιδικήν μας ελευθέραν συνεργίαν, την μετοχήν εις την μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας και ένθεον βιοτήν.

Τιμιώτατοι αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Δεν υπάρχει γνησία και ταυτοχρόνως άκαρπος πνευματικότης. Ο αγαπών αληθώς τον Θεόν, αγαπά και τον πλησίον και τον μακράν, και ολόκληρον την κτίσιν. Αυτή η «ουδέποτε εκπίπτουσα» (πρβλ. Α’ Κορ. ιγ’, 8) θυσιαστική αγάπη είναι ευχαριστιακή πράξις, πλήρωμα ζωής ενταύθα, πρόγευσις και αλήθεια των εσχάτων. Η Ορθόδοξος ημών πίστις είναι πηγή ανεξαντλήτου δυναμισμού, ικανώσεως προς αγώνας πνευματικούς, φιλόθεον και φιλάνθρωπον δράσιν, δαψιλή καρποφορίαν εν τω κόσμω επ᾿ αγαθώ. Πίστις και αγάπη αποτελούν εν τη Εκκλησία ενιαίαν και αδιάσπαστον εμπειρίαν ζωής. Η εν τη αγιοπνευματική κοινωνία της Εκκλησίας βίωσις της ασκήσεως, της νηστείας και της φιλανθρωπίας αποτελεί φραγμόν εις την θρησκειοποίησιν και την μετατροπήν της εκκλησιογενούς ευσεβείας εις άγονον εσωστρέφειαν και εις ατομικόν επίτευγμα.

Το Πνεύμα του Θεού πνέει αδιαλείπτως εν τη Εκκλησία, ο Θεός είναι αεί «μεθ᾿ ημών» – μαζί μας. Κατά τας αγίας ημέρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής καλούμεθα να εντείνωμεν τον ασκητικόν αγώνα κατά του εγωτικού φρονήματος, «τη προσευχή προσκαρτερούντες» (Ρωμ. ιβ’, 12), «εν ταπεινοφροσύνη διάγοντες και ποιούντες έλεος» (Αββάς Πομήν), ζώντες φιλοκαλικώς και οικτιρμόνως, συγχωρούντες αλλήλους και ασκούντες την εις αλλήλους αγάπην, δοξολογούντες τον αγαθοδότην Θεόν και ευχαριστούντες διά τας πλουσίας Αυτού δωρεάς. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. στ΄, 2).

Επί δε τούτοις, επικαλούμενοι την άνωθεν ενίσχυσιν διά να υποδεχθώμεν άπαντες, πόθω ζέοντι και ευφροσύνως, την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και ευχόμενοι «εύδρομον το της νηστείας στάδιον», απονέμομεν εις τους τιμιωτάτους εν Χριστώ αδελφούς και τα ανά την οικουμένην προσφιλή τέκνα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας την Πατριαρχικήν ημών ευλογίαν.

Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιη´
† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών

Θεοφάνεια 6 Ιανουαρίου 2018

20180104_12251420180104_122550Image-1 (1)

Τα Άγια Θεοφάνεια που γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 6 Ιανουαρίου, είναι μία από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης ενώ αποτελεί παράλληλα την τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου. Πρώτη είναι η κατά σάρκα Γέννηση (25 Δεκεμβρίου - εορτών των Χριστουγέννων), δεύτερη η Περιτομή (1 Ιανουαρίου) και η Βάπτιση (6 Ιανουαρίου) του Ιησού Χριστού.

Το όνομα των Θεοφανείων προήλθε από τη φωνή του θεού που ακούστηκε στη Γη. Δηλαδή προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές.
Η εορτή των Θεοφανείων λέγεται επίσης και Επιφάνια και Φώτα ή Φωτά (ή Εορτή των Φώτων)